επιδημητικος

επιδημητικος
    ἐπιδημητικός
    ἐπι-δημητικός
    3
    остающийся на месте, оседлый
    

(ζῷα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επιδημητικος" в других словарях:

  • επιδημητικός — ή, ό (AM ἐπιδημητικός, ή, όν) [επιδημώ] (για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό …   Dictionary of Greek

  • επιδημητικός — ή, ό (για πουλιά), που διαρκώς διαμένει στον ίδιο τόπο, που δεν αποδημεί σε βορειότερες ή νοτιότερες χώρες (αντίθ. αποδημητικός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιδημητικά — ἐπιδημητικός staying at home neut nom/voc/acc pl ἐπιδημητικά̱ , ἐπιδημητικός staying at home fem nom/voc/acc dual ἐπιδημητικά̱ , ἐπιδημητικός staying at home fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδημητικαί — ἐπιδημητικός staying at home fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδημητικοῖς — ἐπιδημητικός staying at home masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»